-
1 пропускать
пропускать, пропустить 1) (куда-л.) επιτρέπω την είσοδο, αφήνω να περάσει 2) (упустить) παραλείπω, χάνω* \пропускать срок παραλείπω (или χάνω) την προθεσμία· я \пропускатьил ошибку μου διέφυγε το λάθος* * *= пропустить1) (куда-л.) επιτρέπω την είσοδο, αφήνω να περάσει2) ( упустить) παραλείπω, χάνωпропуска́ть срок — παραλείπω ( или χάνω) την προθεσμία
я пропуска́тьил оши́бку — μου διέφυγε το λάθος
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek